ώμος

ώμος
Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η κλείδα ενώνεται στην ωμοπλάτη με την ακρωμιοκλειδική άρθρωση και με δύο ισχυρούς συνδέσμους που τη στερεώνουν στην κορακοειδή απόφυση· η ωμοπλάτη ενώνεται με το βραχιόνιο οστό από την πιο ευκίνητη από τις αρθρώσεις. Πραγματικά, η κεφαλή του βραχιονίου με το ημισφαιρικό της σχήμα μπορεί να στρέφεται με ευχέρεια επάνω στην ωμογλήνη (αρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης), επιτρέποντας στο επάνω άκρο να πλησιάζει τον κορμό και να απομακρύνεται από αυτόν, να κινείται προς τα εμπρός, προς τα πίσω και να περιστρέφεται. Ο αρθρικός θύλακος της ωμοβραχιόνιας άρθρωσης είναι μάλλον χαμηλά, και αυτό προδιαθέτει στα εξαρθρήματα, ιδίως όταν συνυπάρχουν αλλοιώσεις των μυών της περιοχής· οι μυϊκοί τένοντες συμβάλλουν κατά πολύ στη συγκράτηση του βραχιονίου οστού επάνω στην ωμοπλάτη. Τα εξαρθρήματα του ώ. είναι από τα συχνότερα· από τα κατάγματα συχνά είναι εκείνα του άνω άκρου του βραχιονίου οστού· εξαρθρήματα και κατάγματα μπορεί να συνυπάρχουν. Συχνά παρατηρούνται επίσης διεργασίες αρθρίτιδας (ειδική μορφή είναι η περιαρθρίτιδα), η οποία συντηρείται από φλεγμονώδεις και εκφυλιστικές αλλοιώσεις των συστατικών της άρθρωσης και είναι επώδυνη. Απαιτεί πολύχρονη θεραπεία.
* * *
ο / ὦμος, ΝΜΑ
1. ανατ. το προς τα έξω και εκατέρωθεν τού τραχήλου άνω μέρος τού θώρακα (α. «πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και τήν αγκάλιασε» β. «φορτία βαρέα και δυσβάστακτα... ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων», ΚΔ)
2. συνεκδ. το γύρω από τους ώμους μέρος ενδύματος
νεοελλ.
1. κυρτότητα τής ακτογραμμής που υπάρχει πάνω από τη ρίζα χερσονήσου
2. φρ. α) «βαστούν οι ώμοι του» — αντέχει στα βάσανα και στις ταλαιπωρίες
β) «υψώνω τους ώμους» — κάνω τη συγκεκριμένη κίνηση σε ένδειξη απορίας ή αδιαφορίας
γ) «επ' ώμου αρμ!»
στρ. στρατιωτικό παράγγελμα για να θέσει ο οπλίτης στον ώμο του το όπλο
μσν.
μτφ. το κάτω από την κεφαλή ή την κορυφή κάθε πράγματος τμήμα («τινὲς δὲ καὶ ὤμους αὐτοῡ ἐγκεντρίζουσιν», Γεωπ.)
αρχ.
φρ. «πρυμνὸς [ή νείατος] ὤμος» — το ανώτατο τμήμα τού βραχίονα (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε αρχαίο ινδοευρωπαϊκό τ. *ōmso- (με μακρό ή βραχύ αρκτικό φωνήεν) και συνδέεται με τα: αρμ. us, λατ. umerus, γοτθ. ams, αρχ. ινδ. amsa-. To βραχύ φωνήεν τού αιολ. τ. ἐπ-ομμάδιος οφείλεται σε υπεραιολισμό τής αλεξανδρινής εποχής, ενώ ο τ. ἀμέσω
ὠμοπλάται, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι πιθανώς πελασγικής προέλευσης. Η λ., τέλος, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον σύνθ. τ. epomijo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὠμός — raw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦμος — the shoulder with the upper arm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ωμός — ή, ό επίρρ. ά 1. άψητος, άβραστος: Έφαγε τα λάχανα ωμά. 2. άγουρος, αγίνωτος. 3. σκληρός, άσπλαχνος, άκαρδος, άγριος: Οι ναζιστές ήταν ωμοί τύραννοι. 4. η παροιμία «ούτε ωμός ούτε ψημένος ούτε και τηγανισμένος» λέγεται για τους πολύ δύσκολους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ώμος — ο 1. το πάνω μέρος του θώρακα που είναι δεξιά και αριστερά από τον τράχηλο: Χτυπήθηκε στο δεξιό τον ώμο. 2. φρ., «Bαστούν οι ώμοι του», αντέχει. 3. φρ., «επ’ ώμου αρμ!», στρατιωτικό παράγγελμα για να βάλει ο οπλίτης το όπλο στον ώμο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠμά — ὠμός raw neut nom/voc/acc pl ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc/acc dual ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότερον — ὠμός raw adverbial comp ὠμός raw masc acc comp sg ὠμός raw neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτάτων — ὠμός raw fem gen superl pl ὠμός raw masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτέραις — ὠμός raw fem dat comp pl ὠμοτέρᾱͅς , ὠμός raw fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτέρων — ὠμός raw fem gen comp pl ὠμός raw masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”